σαπρόφυτο, το, ουσ. [<αγγλ. saprophyte <αρχ. σαπρός + φυτό], το σαπρόφυτο·
- ρίζα από σαπρόφυτο, (στη νεοαργκό) άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δεν είσαι με τα σωστά σου που θα καταδεχτώ να κάνω παρέα μ’ αυτή τη ρίζα από σαπρόφυτο!». Αναφορά στο μικρόβιο που τρέφεται με νεκρές οργανικές ουσίες και που η κατάληξη -φυτο παρετυμολογεί τη λ. εκλαμβάνοντάς την ως φυτό εξού και το ρίζα.